μήτρως — maternal uncle masc nom/voc/acc pl μήτρως maternal uncle masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρω — μήτρως maternal uncle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρων — μήτρων, δωρ. τ. μάτρων, ωνος, ὁ (Α) μήτρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού μήτρως* (πρβλ. λατ. matrōna «οικοδέσποινα»)] … Dictionary of Greek
μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… … Dictionary of Greek
μάτρως — μά̱τρως , μήτρως maternal uncle masc nom/voc/acc pl (doric) μά̱τρως , μήτρως maternal uncle masc nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρδώος — ῴα, ον, Α 1. ο Σαρδώνιος* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Σαρδῷοι οι κάτοικοι τής Σαρδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαρδώ + κατάλ. ιος (πρβλ. μητρῷος: μήτρως, σαπφῷος: Σαπφώ)] … Dictionary of Greek
γάλοως — και γάλως, η (Α) αδελφή τού συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος τού αδελφού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών τού συζύγου και τής συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά … Dictionary of Greek
θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… … Dictionary of Greek
μάτρως — μάτρως, ὁ (Α) βλ. μήτρως … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek